μεγαλωστι

μεγαλωστι
    μεγαλωστί
    μεγᾰλωστί
    adv.
    1) широко, на обширном пространстве
    

(κεῖσθαι Hom.)

    2) весьма, чрезвычайно
    

(τιμᾶν Her.)

    3) роскошно, пышно, великолепно
    

(ὑποδέχεσθαι Her.)

    4) усердно, горячо
    

(ἀποδέχεσθαί τι Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μεγαλωστι" в других словарях:

  • μεγαλωστί — (Α) επίρρ. 1. σε μεγάλη έκταση, φαρδιά πλατιά 2. μεγαλοπρεπώς, λαμπρά 3. τεράστια, πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ. από το επίρρ. μεγάλως + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. αρχ. ινδ. cid) κατά τα νεωστί, ἱερωστί] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλωστί — far and wide epic ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

  • ταχεωστί — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) ταχέως, γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ταχέως + επιρρμ. κατάλ. τί, κατά το μεγαλωστί] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»